Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εριθακίς — ἐριθακίς, ἡ (Α) 1. εργάτρια, δουλεύτρα 2. υπηρέτρια, θεραπαινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριθος + ακις] … Dictionary of Greek
ἐριθακίδα — ἐρῑθακίδα , ἐριθακίς a female day labourer fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)